- επανάθημα
- ἐπανάθημα, το (Α) [τίθημι]αυτό που τοποθετείται πάνω σε κάτι, το υλικό που τοποθετείται πάνω στα θεμέλια ενός οικοδομήματος, το εποικοδόμημα («καλάμη δὲ τά τῶν αιρέσεων ἐπαναθήματα» — τα οικοδομήματα τών αιρέσεων είναι άχυρα, Κλήμ. Αλ.).
Dictionary of Greek. 2013.